σιδηροχίτων

σιδηροχίτων
-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που φοράει σιδερένιο χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. χαλκο-χίτων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιδηροχίτων — with iron tunic masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηροχίτωνες — σιδηροχίτων with iron tunic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”